Τελευταία νέα

Ιστορία

Ο Δήμος Παιανίας είναι δήμος της περιφέρειας Αττικής που συστάθηκε με το πρόγραμμα Καλλικράτης. Προέκυψε από τη συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Παιανίας και Γλυκών Νερών. Καταλαμβάνει συνολική έκταση 47,14 τ.χλμ. και ο πληθυσμός του είναι 26.668 κάτοικοι σύμφωνα με την απογραφή του 2011.

ΠΑΙΑΝΙΑ

Η Παιανία (τέως Λιόπεσι) είναι προάστιο και πόλη της Ανατολικής Αττικής στην κοιλάδα των Μεσογείων. Εντοπίζεται στις ανατολικές παρυφές του Υμηττού, σε υψόμετρο 200 μ. περίπου, σε απόσταση 17 χιλιομέτρων ανατολικά των Αθηνών και 4 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Παλλήνης. Κατέχει μεγάλη αγροτική έκταση λόγω παλαιοτέρων απαλλοτριώσεων των γειτονικών αγροκτημάτων Καρελά, Βραώνος, Παλλήνης, Βακαλόπουλου κ.ά. Είναι τόπος καταγωγής του Δημοσθένη, του Ρίνωνα (πολιτικού και στρατηγού), του Καλλικράτη, του Φίλωνα (κήρυκα της Δήλου), και λοιπών επιφανών αττικών κατοίκων.

Η πόλη των 42.762 στρεμμάτων εκτείνεται μέχρι και τις εγκαταστάσεις του Διεθνούς Αεροδρομίου «Ελ. Βενιζέλος», ενώ εντός των διοικητικών της ορίων διέρχεται και η Αττική Οδός. Οι κάτοικοι σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ανέρχονταν σε 13.013, ενώ μετά τα έργα που πραγματοποιήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή αναμενόταν να φτάνουν περί τις 18.000. Αυτό σημαίνει ότι το 2001 σε κάθε km2 αντιστοιχούσαν 304 κάτοικοι και σήμερα ακόμη περισσότεροι. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο Δήμος Παιανίας έχει πληθυσμό 26.668 κατοίκους.

Η ονομασία Παιανία είναι αρχαιοελληνική και αποτελεί το όνομα ενός από τους πλουσιότερους Δήμους της αρχαίας Αθήνας, του Δήμου Παιανίας. Στην αρχαιότητα ο Δήμος αυτός διακρίνονταν στην «Υπένερθεν Παιανία» και στην «Καθύπερθεν Παιανία» καλούμενος συχνά και «Δήμος Παιανιεύς«, (όπως δηλαδή ο Πειραιάς, Πειραιεύς), ενώ ο κάτοικος ονομαζόταν Παιανεύς.
Η αρχαία Παιανία ήταν πατρίδα πολλών μεγάλων Αθηναίων ανδρών όπως του ρήτορα Δημοσθένη, η περίοδος μεγάλης ακμής της ήταν απο τον 5ο έως τον 3ο αιώνα π.χ. τότε ήταν ένας από τους 5 μεγαλύτερους δήμους της Αττικής. Μετά τον 3ο π.χ. αιώνα άρχισε σταδιακά η παρακμή της αλλά δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ.

Νεώτερη ιστορία

Την περίοδο της Λατινοκρατίας (1204 – 1453) ακολούθησε στα Μεσόγεια μεγάλη κάθοδος Αρβανιτών που συνεβίωσαν με τους αυτόχθονες Παιανείς μετατρέποντας το όνομα της αρχαίας πόλης σε «Λιόπεσι», ονομασία αρβανίτικης προέλευσης. Οι νέοι Αρβανίτες άποικοι ήρθαν ύστερα από απαίτηση των Λατίνων κυριάρχων της περιοχής του Ενετικού δουκάτου των Αθηνών που ζητούσαν εργατικά χέρια για τα χωράφια, αφομοιώθηκαν με τους παλιότερους κατοίκους και την ιστορία τους. Η ονομασία Λιόπεσι κατά μία εκδοχή προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη «Λιόπα» που σημαίνει αγελάδα, κατά δε άλλη, ίσως εγκυρότερη εκδοχή, από τις παλαιές πατρίδες των Αρβανιτών επικιστών, που ήταν ομώνυμα χωριά της Σαγιάδας και του Τεπελενίου.
Είχαν μεγάλη συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 με πολλούς αγώνες απέναντι στους Τούρκους. Η επίσημη μετονομασία σε Παιανία έγινε επίσημα με βασιλικό διάταγμα του 1915 αλλά η προηγούμενη αρβανίτικη ονομασία Λιόπεσι υπήρχε στην τοπική διάλεκτο των κατοίκων πολλά χρόνια ακόμα.

Ο κάτοικος της περιοχής ονομάζεται Παιανεύς και στη νεοελληνική Παιανέας-Παιανέα (ή απλά κάτοικος Παιανίας), ενώ στον πληθυντικό αποκαλούνται Παιανείς.

Το έμβλημα του Δήμου απεικονίζει το Δημοσθένη τον Παιανέα και το χαρακτηριστικό φύλλο αμπέλου, οικείο στοιχείο της μεσογειακής χλωρίδας.

Το 2010 με το νέο διάταγμα του Καλλικράτη συνενώθηκε με τον γειτονικό δήμο των Γλυκών Νερών, πρώτος δήμαρχος του συνενωμένου Καλλικρατικού δήμου Παιανέων εξελέγη το 2010 ο Δημήτρης Δάβαρης, τον διαδέχθηκε στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές του 2014 ο σημερινός δήμαρχος Σπύρος Στάμου.

ΓΛΥΚΑ ΝΕΡΑ

Τα Γλυκά Νερά (παλαιότερα Λυκάνουρα) στην αρχαιότητα αποτελούσαν έκταση του Αρχαίου Αθηναϊκού Δήμου Παλλήνης της Αντιοχίδος φυλής, που απλωνόταν στις βορειοανατολικές πλαγιές του Υμηττού. Σήμερα συνιστούν σύγχρονο και αναπτυσσόμενο προάστιο της Βόρειας Μεσογαίας και ταυτόχρονα πέρασμα προς το Λεκανοπέδιο των Αθηνών.

Από τον 5ο αι. π.Χ. και μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση ευρήματα που έρχονται στο φως στην περιοχή μαρτυρούν διαρκή εποικισμό. Σε πρόσφατες ανασκαφές δε σε προϊστορικόνεκροταφείο που εντοπίζεται στο λόφο Φούρεσι, αποκαλύπτονται μυκηναϊκά ειδώλια που ανάγονται στο 1.400 π.Χ. Επιπλέον, τα ερείπια παλαιοχριστιανικού ναού μαρτυρούν την πρώιμη οργάνωση χριστιανικής κοινότητας.

Στα νεότερα χρόνια τα Γλυκά Νερά συνιστούν πευκόφυτη αγροικία της Παιανίας, απ’όπου επιχειρούν ανεπιτυχώς να αποσπασθούν για πρώτη φορά το 1966, ενώ το 1969 κατορθώνουν να αναγνωριστούν με νέα δικαστική απόφαση ως αυτόνομη «Κοινότητα Γλυκών Νερών».

Η σύγχρονη πόλη αποτελεί προάστιο των Αθηνών και εκτείνεται 13 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του κέντρου της Αθήνας και 4 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Παλλήνης. Διοικητικά υπάγεται στη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής και απλώνεται σε έκταση 9.250 στρεμμάτων.

Ο πληθυσμός της περιοχής ανέρχεται σύμφωνα με την απογραφή του 2001 σε 6.623 κατοίκους, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 2000 αναγνωρίζεται ως Δήμος συγκεντρώνοντας περί τους 10.000 δημότες. Το 2001 αντιστοιχούσαν 716 κάτοικοι σε κάθε χμ2, ενώ σήμερα αντιστοιχούν περί τα 1.189 άτομα.

Τα Γλυκά Νερά συνδέονται με την υπόλοιπη Αθήνα και την Ανατολική Αττική μέσω των Λεωφόρων Λαυρίου, Σπάτων και Μαραθώνος, ενώ μετά το 2004 αποτελούν ιδιαιτέρως προνομιούχο περιοχή με τη σύνδεσή τους με την Περιφερειακή Υμηττού, την Αττική Οδό, το Μετρό και τον Προαστιακό μέσω των Σταθμών «Δουκίσσης Πλακεντίας» και «Κάντζα».

Η πόλη χωρίζεται σε δύο τμήματα, το ένα εκ των οποίων είναι οικοδομημένο πέριξ του λόφου Φούρεσι και το δεύτερο στις πλαγιές του Υμηττού. Το σχέδιο πόλεως επεκτείνεται σταδιακά προς την Παιανία (περιοχή Μιχούλι), ενώ γειτνιάζει με δασική ζώνη προστασίας του βουνού, κάτι που καθιστά τα Γλυκά Νερά δημοφιλή προορισμό για κατοικία. Σταδιακά μετατρέπεται σε περιοχή αμιγούς κατοικίας και το κέντρο του Δήμου συγκεντρώνεται επί της Λ. Λαυρίου, στα σύνορα με την Κάντζα. Η εμπορική αξία εκτείνεται κατά μήκος της λεωφόρου, κυρίως στο ύψος του κέντρου, ενώ στα διοικητικά όρια του Δήμου εντάσσεται και ο Ιερός Ναός Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στο ανατολικό άκρο του λεκανοπεδίου. Η αρχιτεκτονική παρουσιάζει ομοιομορφία, με χαμηλά οικοδομήματα στη φιλοσοφία της κεραμοσκεπούς, χαμηλού ύψους, αυτόνομης κατοικίας στα πρότυπα του Γέρακα και του Πατήματος.