Ιεροί Ναοί
Άγ. Ιωάννης Πρόδρομος – Κυνηγός
Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του επονομαζόμενου Κυνηγού, -ο Αϊ Γιάννης ο Κυνηγός για τους κατοίκους,- βρίσκεται εντός της ομώνυμης γυναικείας μονής, σε πρόβουνο της βόρειας κορυφογραμμής του Υμηττού σε υψόμετρο 340 μ., με πρόσβαση από την οδό Γραβιάς της Αγίας Παρασκευής, με κατεύθυνση προς τον Υμηττό.
Η θέση της Ιεράς Μονής είναι ιδιαίτερα πλεονεκτική. Η θέα προς τα δυτικά της Αττικής είναι απέραντη, περνάει πάνω από την πόλη, ακολουθεί τις οροσειρές και απλώνεται στη θάλασσα. Ανατολικά ο κάμπος των Μεσογείων, η Λούτσα και το Πάνειον Όρος. Η μεγαλοσύνη του τοπίου ήταν πάντοτε ένας ισχυρός πόλος έλξης για την επιλογή της θέσης των μοναστηριών. Όμως την εποχή της ίδρυσης της Ιεράς Μονής των Φιλοσόφων, -όπως αλλιώς ήταν γνωστή η Μονή του Αϊ Γιάννη-, υπήρχε κι ένας άλλος ισχυρός λόγος. Η εξαιρετική θέα έδινε τη δυνατότητα στους μοναχούς να προειδοποιούνται εγκαίρως για τις κάθε είδους επιδρομές, -που την εποχή εκείνη λυμαίνονταν τον τόπο,- και να διαφεύγουν προς τις απόκρημνες πλαγιές του Υμηττού. Επίσης ο υψηλός περίβολος γύρω από τη Μονή με τις χοντρές ξύλινες πόρτες και τις πολεμίστρες έδινε στους μοναχούς δυνατότητες άμυνας.
Σήμερα βέβαια ο υψηλός περίβολος και η βαριά ξύλινη είσοδος με τον παλιό όμορφο πυλώνα της, εκτός από τη διαφύλαξη της μοναστικής ζωής, προδιαθέτουν τους επισκέπτες για το πέρασμα από την καθημερινότητα και την εξωστρέφειά της σε ένα χώρο ορθόδοξης λατρείας, όπου η ζωή εστιάζεται στην εσωτερικότητα. Ο πολύ όμορφος αύλειος χώρος και η διακριτική και γαλήνια εσωτερική ζωή της Μονής, μας προετοιμάζουν για την είσοδο στο Ναό.
Ο ναός του Αγίου Ιωάννου είναι ένας κομψότατος σταυροειδής εγγεγραμμένος, με τρούλλο, βυζαντινός ναός, του 12ου-13ου αιώνος, με μεγάλο μεταβυζαντινό, επίσης τρουλλαίο, νάρθηκα. Ο τρούλλος στηρίζεται δυτικά σε δύο κίονες με Ιωνικά επιθήματα, που θεωρούνται ως έχοντες θεραπευτική δύναμη κατά των ελωδών πυρετών (θέρμες), γι αυτό και ο Άγιος ονομάζεται και Θερμαστής (1).
Στη θέση αυτή υπήρχε ήδη από την παλαιοχριστιανική εποχή ευκτήριος οίκος, που, προφανώς, κι αυτός με τη σειρά του κτίστηκε επάνω σε αρχαίο ιερό του Απόλλωνα του 4ου π.Χ. αιώνα (2).
Η Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού – των Φιλοσόφων, διατηρήθηκε σε ακμή επί αιώνες και απετέλεσε σημαντικό μοναστικό κέντρο της περιοχής. Διαλύθηκε, όπως και άλλα 410 μοναστήρια, από την Αντιβασιλεία των Βαυαρών, μετά την απελευθέρωση, και ερημώθηκε ενώ η μεγάλη περιουσία της εκποιήθηκε. Ανασυστάθηκε σαν γυναικεία κοινοβιακή μοναστική κοινότητα το 1975.
Η Ιερά Μονή είναι ανοικτή κάποιες ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας για την επίσκεψη και προσκύνηση του ναού. Ο ναός πανηγυρίζει στις 29 Αυγούστου, την ημέρα της αποτομής της κεφαλής του Ιωάννου του Βαπτιστού, με πανηγυρικό εσπερινό και Θεία Λειτουργία.
_______________
Περιγραφή του Ναού
Ο αρχικός ναός του Αγίου Ιωάννου, που είναι το καθολικό της Ιεράς Μονής, είναι, όπως αναφέραμε, ένας τετράγωνος βυζαντινός ναός, διαστάσεων 6.00 x 6.00 μ. περίπου, στον τύπο των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών με τρούλλο. Περαιτέρω μπορεί να χαρακτηριστεί σαν δικιόνιος ναός, καθόσον ο τρούλλος του στηρίζεται σε δύο μονόλιθους κίονες και στις μετώπες των τοίχων που στηρίζουν το Ιερό. Οι κίονες είναι αρράβδωτοι και φέρουν Ιωνικά κιονόκρανα. Ο αρχικός ναός χρονολογείται στα τέλη του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα. Στη ανατολική πλευρά υπάρχει ημιεξαγωνική αψίδα με δίλοβο παράθυρο ενώ άλλα δύο δίλοβα παράθυρα, σε άνισο ύψος μεταξύ τους, υπάρχουν ψηλά στη βόρεια και νότια πλευρά του ναού. Η νότια πλευρά έχει μία ακόμη είσοδο με τρία σκαλιά. Ο τρούλλος είναι κομψός, οκταγωνικός, με κιονίσκους στη θέση των ακμών και μονόλοβα παράθυρα σε κάθε πλευρά, εκ των οποίων απέμειναν τα τέσσερα παράθυρα, τα διαγώνια στα σημεία του ορίζοντα, ενώ τα υπόλοιπα κλείστηκαν, για να δημιουργηθούν μεγαλύτερες επιφάνειες αγιογράφησης.
Η τοιχοποιία του καθολικού, χωρίς μεγάλη επιμέλεια, αποτελείται από ακανόνιστα τοποθετημένους λίθους (αργολιθοδομή), αλλά και πλινθοπερίβλητους πωρόλιθους, σε κάποια σημεία, με αρκετά αρχαία ή παλαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη (spolia), άλλα εντοιχισμένα και άλλα στον περίγυρο.
Στο ναό προστέθηκε στους χρόνους της τουρκοκρατίας, κατά το 17ο αιώνα ευρύχωρος νάρθηκας, 6.00 x 6.50 μ. περίπου, που χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη, που επικοινωνούν με ένα τοξωτό άνοιγμα. Το πρώτο, ο κυρίως νάρθηκας, στεγάζεται με ένα ευρύ, σφαιρικό, χαμηλό σχετικά τρούλλο, που καταλαμβάνει εσωτερικά ολόκληρο το χώρο. Ο χώρος αυτός έχει μόνο δύο μικρά σχισμοειδή ανοίγματα στον τρούλλο και δύο εισόδους βορείως και νοτίως. Το δεύτερο μικρό δυτικό μέρος του νάρθηκα, που είναι και ο χώρος εισόδου στο ναό, στεγάζεται εσωτερικά με δύο θολίσκους που δε διακρίνονται εξωτερικά.
Η τοιχοποιία του νάρθηκα από αργολιθοδομή, δεν έχει μεγάλους λαξευμένους λίθους όπως το καθολικό. Το δάπεδο είναι κατά τρία σκαλιά υψηλότερο του εδάφους ενώ στη δυτική όψη υπάρχει στον άξονα πολεμιστροειδές παράθυρο και πάνω από αυτό μαρμάρινο ανάγλυφο με τρεις σταυρούς και κομψότατα σχέδια. Από τις υπάρχουσες υποδοχές φαίνεται ότι υπήρχαν και άλλα εντοιχισμένα γλυπτά που είναι άγνωστο πότε αφαιρέθηκαν. Μικρά μαρμάρινά γλυπτά υπάρχουν και στη νότια θύρα του νάρθηκα.
Νοτίως του νάρθηκα έχει προστεθεί μεταγενέστερα μονόκλιτη ανοιχτή τοξωτή στοά, πιθανόν το 18ο αιώνα, που καταλαμβάνει ολόκληρο το πλάτος του νάρθηκα.
Στον περίβολο, μέσα σε περιφραγμένο χώρο, νοτίως δίπλα στη στοά, διατηρείται ο μαρμάρινος κιονίσκος με τις αρές, δηλ. τις κατάρες για όποιους καταπατούσαν τους αμπελώνες του μοναστηριού.
_______________
Εσωτερικό του Ναού – Τοιχογραφίες
Εσωτερικά ο ναός ήταν παλιότερα όλος αγιογραφημένος. Σε πολλά σημεία ο ναός φέρει τρία αλλεπάλληλα στρώματα αγιογραφιών, που όμως έχουν σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί. Σε χρόνους ερημώσεως χωρικοί σοβάτισαν εξωτερικά και εσωτερικά το ναό, «σκαλίζοντας» τις αγιογραφίες για να πιάσει ο νέος σοβάς και τις κατέστρεψαν. Ωστόσο διασώζονται αγιογραφίες στο καθολικό και στο νάρθηκα, όσες αποκαλύφθηκαν τυχαία κάτω από το σοβά, που είναι μεταγενέστερες, του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα. Όμως υπάρχουν και παλαιότερα στρώματα ζωγραφικής στον κυρίως ναό και στο Ιερό, ως επί το πλείστον σπαράγματα ενδυμασίας, που χρονολογούνται στη βυζαντινή εποχή (2).
Ο ναός είχε αρχικά ένα ωραιότατο μαρμάρινο ανάγλυφο τέμπλο με θαυμάσιες διακοσμήσεις. Ένα τεμάχιο του τέμπλου χρησιμοποιήθηκε από τους Tούρκους σε κτίριο της Ακρόπολης και φέρει θαυμάσια διακόσμηση και επιγραφή του 1205. Σήμερα μόνο το ένα επιστήλιο υπάρχει στο τέμπλο ενώ τα άλλα τεμάχια είναι απομιμήσεις.
Ο φυσικός φωτισμός του καθολικού είναι αρκετός από τα δύο δίλοβα παράθυρα και τα τέσσερα μονόλοβα του τρούλλου. Στο Ιερό εκτός από το δίλοβο παράθυρο της κόγχης άλλα δύο μικρά μονόλοβα παράθυρα, ένα ανατολικά στην πρόθεση και ένα νοτίως στο διακονικό. Ο φωτισμός του νάρθηκα είναι ελάχιστος από τα δύο μικρά σχισμοειδή ανοίγματα του τρούλλου, αν αγνοήσουμε τις θύρες.
_______________
Αισθητική θεώρηση του Ναού.
Το καθολικό του ναού, όπως συμβαίνει συνήθως στους βυζαντινούς ναούς, διατηρεί αναλογίες που αναδεικνύουν το αίσθημα το Ωραίου, ενώ είναι σαφής η διακριτική υπερίσχυση του κατακόρυφου στοιχείου, που κατευθύνει προς τα Άνω, όπως π.χ. οι απολήξεις των αετωμάτων ή ο κάπως υψίκορμος τρούλλος με τους κιονίσκους, με μια κλιμάκωση όμως των επιφανειών και των στοιχείων του, ώστε να μη χάνεται η επαφή με τις ανθρώπινες διαστάσεις. Στο εσωτερικό η κατακόρυφη διάσταση υπερισχύει ακόμα περισσότερο, ενισχύοντας το εξυψωτικό στοιχείο, όμως και πάλι υπάρχει κλιμάκωση των υψών από τις τοξωτές επιφάνειες στο δεσπόζοντα τρούλλο, ώστε να διατηρούνται οι αναλογίες και η συνέχεια της μετάβασης.
Η αισθητική του νάρθηκα διαφοροποιείται ελαφρά, αφού ο τρούλλος χαμηλότερος και ευρύτερος, καταλαμβάνει εσωτερικά ολόκληρο το χώρο του κυρίως νάρθηκα, και αναδύει περισσότερο το αίσθημα της αγκαλιάς για τους πιστούς, εκπληρώνοντας ίσως μια βαθύτερη ανάγκη όταν δημιουργήθηκε ο νάρθηκας, στα σκληρά χρόνια της τουρκοκρατίας.
_______________
Ιστορία – Παράδοση
Πολύ λίγα στοιχεία διασώζονται για τη ζωή και τη δράση της Μονής. Κάποια στοιχεία σώζονται από μαρμάρινες επιγραφές και κάποιες άλλες πληροφορίες από τις επιστολές του Μητροπολίτη των Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτου (Χωνιάτη), ο οποίος και διατηρούσε αλληλογραφία με τον καθηγούμενο της Μονής. Όσον αφορά την επωνυμία «Κυνηγός» στη Μονή, κατά τον Διονύσιο Σουρμελή προέρχεται από το ότι η θέση της Μονής είναι το «κυνηγέσιον μέρος του Υμηττού». Όμως αυτό είναι ανακριβές, καθόσον σε επιστολή ο Μιχαήλ Χωνιάτης αναφέρεται στον Βασίλειο Κυνηγό -ηγούμενο της Μονής- ο οποίος πιστεύεται ότι σχετιζότανε με τους Λομπάρδας φιλοσόφους της Μονής του Φιλοσόφου της Δημητσάνας Αρκαδίας και αναφέρεται σε επιγραφή του 1205, σαν μοναχός φιλόσοφος. Αυτός αφιέρωσε τη Μονή του Υμηττού στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο κατά μίμηση της αρκαδικής μονής. Στις αρχές του 13ου αιώνα ήλθε στη Μονή ο ανεψιός του Βασιλείου, Λουκάς ο Κυνηγός, που τον διαδέχθηκε. Σε επιτύμβια επιγραφή του 1235 αναφέρονται οι μοναχοί Λουκάς και Φιλόσοφος, που απέθαναν συγχρόνως, σαν κτήτορες της Μονής. Από αυτούς, Βασίλειο και Λουκά, θα πήρε η Μονή την επωνυμία «Κυνηγός», όπως και την επωνυμία «των Φιλοσόφων». Πιθανόν όμως την επωνυμία «των Φιλοσόφων», να την πήρε αργότερα η Μονή, όταν εγκαταστάθηκαν σε αυτήν μοναχοί από τη Μονή Φιλοσόφων στην Αρκαδία, από όπου είχαν εκδιωχθεί από τους Φράγκους. Τον Λουκά τον Κυνηγό, διαδέχτηκε ο μοναχός Νεόφυτος, γνωστός από το κιόνιο του Νεοφύτου, ένα μαρμάρινο κορμό που βρίσκεται στο Σταυρό, στο ναό της Αγίας Θέκλας και φέρει επιγραφή του 1238. Το κιόνιο χρησιμοποιείτο σαν οδόσημο, ενώ ο Νεόφυτος πιστεύεται ότι κατασκεύασε το δρόμο που συνέδεε την πεδιάδα των Αθηνών με την πεδιάδα των Μεσογείων.
Η Ιερά Μονή του Κυνηγού – των Φιλοσόφων, διατηρήθηκε σε ακμή αιώνες, όπως μαρτυρούν τα μετόχια της : Η Αγία Θέκλα στο Σταυρό, Το παλαιό εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, ο Άγιος Νικόλαος Λεονταρίου στην Κάντζα, Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (ερείπια) στον Γέρακα και ο Άγιος Νικόλαος Φθισιατρείου στην Πλατεία Ρηγίλλης.
Μετά την απελευθέρωση η Μονή διαλύθηκε από την Αντιβασιλεία των Βαυαρών, που διέλυσε 412 από τα 500 μοναστήρια. Το 1837 εκποιήθηκε η μεγάλη περιουσία της και η Μονή ερήμωσε. Σε χάρτη του 1881 των E. Curtius και J. Kaupert, προσδιορίζεται η Μονή του Αγίου Ιωάννου Κυνηγού ως «εγκαταλελειμμένη μονή». Έκτοτε έγιναν κάποιες απόπειρες επανίδρυσης (το 1943 σαν μετόχι της Ιεράς Μονής Φανερωμένης Σαλαμίνος και το 1969 σα μετόχι της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλειστών) και το 1975 ανασυστάθηκε σαν γυναικεία Κοινοβιακή Μονή.
Η Μονή παλιότερα λογιζότανε στην ευρύτερη περιοχή της Παιανίας και ήταν πολύ λαοφιλής στους κατοίκους, όπως φαίνεται και από απόσπασμα που παραθέτουμε, από το βιβλίο «Ιστορία της Παιανίας», του Γεωργίου Χατζησωτηρίου (3) : «Τρεις είναι οι μεγάλες χριστιανικές εορτές των κατοίκων της Παιανίας, που κληρονομήθηκαν από γενιά σε γενιά επί αιώνες για να τιμήσουν την μνήμη των αγίων. Του Αγίου Αθανασίου (2 Μαΐου), της Παλαιοπαναγιάς (15 Αυγούστου) και του Αγίου Ιωάννου του Κυνηγού (29 Αυγούστου). Κατά σύμπτωση, οι εκκλησίες τους είναι οι αρχαιότερες της περιοχής και μάλιστα ήταν μονές στο παρελθόν. Στις γιορτές αυτές οι χωρικοί έδιναν θρησκευτικό και πανηγυρικό χαρακτήρα. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι γιορτές έχασαν την υφή, τη λαμπρότητα και το χρώμα τους.
Στις παλαιότερες εποχές, από τις 20 Αυγούστου, οι προεστοί του χωριού αρχικά, οι πρόεδροι της Κοινότητας αργότερα, μαζί με τους επιτρόπους, βρίσκονταν σε ζωηρή κίνηση. Μάζευαν τους κατοίκους, που πρόθυμα και εθελοντικά είχαν προσφερθεί, κι επισκεύαζαν με τις αξίνες και τα τσαπιά τον χωματόδρομο, που οδηγούσε από τη γέφυρα των Άσπρων Χωμάτων στην εκκλησία. Την παραμονή της γιορτής άλλοι πετούσαν τις πέτρες, άλλοι με φτυάρια γέμιζαν τις λακκούβες, άλλοι σκούπιζαν τον δρόμο με πρόχειρες σκούπες – φρύγανα κι άλλοι τον κατάβρεχαν με νερό που κουβαλούσαν τα κάρα. Ό δρόμος αυτός ήταν ο μοναδικός που οδηγούσε στη μονή. Ο δυτικός, από την Αγία Παρασκευή ήταν, μέχρι του 1936 τουλάχιστον, μονοπάτι.
Από το μεσημέρι της παραμονής, ο δημόσιος δρόμος του Σταυρού-Λιόπεσι παρουσίαζε ασυνήθιστη κίνηση. Πυκνές ομάδες προσκυνητών ή μοναχικές γριούλες, με τα παπούτσια στο χέρι, πορεύονταν πεζοί τον χωματόδρομο (ο δρόμος ασφαλτοστρώθηκε το 1926) συνήθως αμίλητοι, νηστικοί, με ένα κεράκι στο χέρι. Ήταν το τάμα. Μαζί με τους πεζούς, ένα πλήθος γαϊδουράκια με τους επιβάτες καθώς και κάρα με οικογένειες, πεθερικά με τις νύφες τους — αρραβωνιασμένες ή παντρεμένες – και με το γιο τους για οδηγό πήγαιναν, από νωρίς τ’ απόγιομα, στην εκκλησία. Μετά τον εσπερινό και την ακολουθία, που παρατεινόταν με κατάνυξη μέχρι τα μεσάνυχτα, το πλήθος των εκκλησιαζόμενων συνέχιζε την αυστηρή του νηστεία.Λίγο ψωμί, ελιές νερό, και ύστερα οι μεν γεροντότεροι πήγαιναν για ύπνο. Οι δε νεότεροι χόρευαν με νταούλια και πίπιζες. . . . . Και μόλις ρόδιζε ή αυγή, το σήμαντρο καλούσε πάλι τους πιστούς. Μετά την απόλυση, φαγητό και ύπνος. Το απόγευμα συνεχιζόταν το πρόγραμμα της προηγούμενης μέρας. Με ευκοσμία και με ευλάβεια. Με κατάνυξη και με χαρά, με χορό και με τραγούδια, αυτό ήταν το πανηγύρι του Άη Γιάννη του Κυνηγού» (3).
_______________
Βιβλιογραφία:
1) Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου του Κυνηγού – Των Φιλοσόφων, Έκδοση Ιεράς Μονής.
2) Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Βυζαντινά μνημεία.
3) «Ιστορία της Παιανίας και των ανατολικά του Υμηττού περιοχών», εκδ. 1973, του ιατρού Γεωργίου Δ. Χατζησωτηρίου
4) Ανασκαφή στο ναό της Αγίας Θέκλας ……